- αλυτάρωτος
- -η, -ο [λυτάρι]1. ο μη δεμένος με λυτάρι, λαιμαριά (για ζώα)2. (άνθρωπος) που δεν υποβάλλεται σε αυστηρή πειθαρχία, αμολυτός, ασύδοτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλυτάρωτος — η, ο (ορθότ. αλητάρωτος), αυτός που δε δέθηκε με σκοινί ή λουρί: Ξέχασε το ζωντανό αλυτάρωτο και το χασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)